- αρνητικός
- -ή, -ό (AM ἀρνητικός, -ή, -όν) [άρνησις]αυτός που περιέχει είτε εκφράζει άρνηση ή αντίθετη έννοια, ο μη θετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρνητικός — denying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περιέχει ή εκφράζει άρνηση: Η απάντησή του ήταν αρνητική. 2. «αρνητικά μόρια», άκλιτα μέρη του λόγου που φανερώνουν άρνηση (δεν, ποτέ, πουθενά κτλ.) 3. «αρνητικοί αριθμοί», αυτοί που έχουν στην αρχή τους το σημάδι πλην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρνητικά — ἀρνητικός denying neut nom/voc/acc pl ἀρνητικά̱ , ἀρνητικός denying fem nom/voc/acc dual ἀρνητικά̱ , ἀρνητικός denying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικῶν — ἀρνητικός denying fem gen pl ἀρνητικός denying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικόν — ἀρνητικός denying masc acc sg ἀρνητικός denying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικαῖς — ἀρνητικός denying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικαί — ἀρνητικός denying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικοῦ — ἀρνητικός denying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικούς — ἀρνητικός denying masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικῇ — ἀρνητικός denying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)